- διακονεῖται
- διᾱκονεῖται , διακονέωministerpres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδιακόνητος — η, ο (Α ἀδιακόνητος, ον) [διακονῶ] νεοελλ. αυτός που δεν διακονείται, δεν τόν υπηρετούν, ο αβοήθητος αρχ. ανεκτέλεστος … Dictionary of Greek
АПОСТОЛЬСКИЕ ПОСТАНОВЛЕНИЯ — [греч. ̓Αποστολικαὶ Διαταγαί, Διαταγαὶ τῶν ̓Αποστόλων διὰ Κλήμεντος, лат. Constitutiones Apostolorum], один из наиболее известных литургико канонических памятников. Источники и содержание А. п. состоят из 8 книг, включающих материалы… … Православная энциклопедия